πεῖραρ

πεῖραρ
πεῖραρ, ατος: (1) pl. πείρατα, ends, limits; γαίης καὶ πόντοιο, Il. 8.478; τέχνης, ‘tools,’ ‘implements,’ which bring to completion, Od. 3.433; ‘chief points’ in each matter, Il. 23.350; sing., decision, Il. 18.501, cf. Od. 23.248.—(2) cord, rope; fig., ὀλέθρου πείρατα, ‘snares’ or ‘cords’ of destruction, cf. Psalm xviii. 6, 2 Sam. xxii. 6; ὀιζύος, ‘net’ of woe, Od. 5.289; so πολέμοιο, νίκης, Il. 13.358.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεῖραρ — end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείραρ — και πεῑρας, ατος, τὸ, Α (επικ., ιων. και λυρ. τ.) βλ. πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας] …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

  • πείραθ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρατ' — πείρατε , πείρω pierce aor imperat act 2nd pl πείρατο , πείρω pierce aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείρατε , πείρω pierce aor ind act 2nd pl (homeric ionic) πεί̱ρατα , πεῖραρ end neut nom/voc/acc pl πεί̱ρατι , πεῖραρ end neut dat sg πεί̱ρατε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… …   Dictionary of Greek

  • απείρατος — ἀπείρατος, ον (Α) 1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος 2. άπειρος, απέραντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πείραρ ( ατος) «τέλος, τέρμα»] …   Dictionary of Greek

  • απείρων — (I) ἀπείρων, ον (AM) [πείρα] άπειρος, αμαθής. (II) ἀπείρων, ον (Α) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής 2. αναρίθμητος, αμέτρητος 3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο 4. ο κυκλικός 5. (για ύπνο) βαθύς …   Dictionary of Greek

  • απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”